Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

F-4 Phantom II


Αρχείο:F-4 Phantom land with parachute.JPEG


Περιγραφή
Αποστολή Μαχητικό-βομβαρδιστικό
Πλήρωμα 2
Κατασκευαστής McDonnell Douglas
Διαστάσεις
Μήκος 19,2 m
Εκπέτασμα 11,7 m
Ύψος 5,0 m
Βάρος
Καθαρό 13.757 kg
Μεικτό 18.825 kg
Μέγιστο απογείωσης 28.030 kg
Σύστημα πρόωσης
Κινητήρες 2xGeneral Electric J79-GE-8
Ώση 2x75,4 kN
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα 2,370 km/h (2,23 Mach)
Αυτονομία 2.600 km
Μέγιστο ύψος 18.300 m
Βαθμός ανόδου 210 m/min
Οπλικό φορτίο
Πολυβόλα 1x 20 mm M61 Vulcan
Βόμβες Γενικής χρήσης, διασποράς και καθοδηγούμενες από laser
Πύραυλοι αέρος-αέρος 4x ΑΙΜ-7 Sparrow, 4x AIM-9 Sidewinder, AIM-120 AMRAAM (Ελληνικά), IRIS-T (Ελληνικά)
Αρχείο:McDONNELL DOUGLAS F-4 PHANTOM II.png
Στις αρχές του 1950, με την ταχύτατη πρόοδο της πολεμικής αεροπορικής τεχνολογίας, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ προκήρυξε διαγωνισμό για ένα αεροσκάφος που θα αντικαθιστούσε τα τότε μαχητικά και θα επέκτεινε την επιχειρησιακή δυνατότητα του σώματος. Αν και η αρχική πρόταση της McDonnell Douglas ήταν η αναβάθμιση των ήδη υπηρεσιακών αεροσκαφών, το Ναυτικό προσανατολίστηκε πιο πολύ σε προϊόντα ανταγωνιστών, όπως το Vought F-8 Crusader. Βλέποντας τον κίνδυνο να χάσει ένα ιδιαίτερα κερδοφόρο πελάτη, η εταιρία παρουσίασε ένα νέο μαχητικό πολλαπλών ρόλων το οποίο θα μπορούσε να αντικαταστήσει και τα A-4 Skyhawk στον ρόλο του βομβαρδισμού και τα F-8 Crusader στον ρόλο της αναχαίτισης. Το νέο αυτό μαχητικό πήρε την κωδική ονομασία YAH-1.
Για να είναι ένα πραγματικά πολλαπλών ρόλων αεροσκάφος, το ΥΑΗ-1 απαιτείτο να είχε ιδιαίτερα καλή κατασκευή ώστε να αντέχει τα μεγάλα φορτία βομβών, αλλά και να είναι ικανό στις αερομαχίες. Καθώς η τότε στρατηγική απέρριπτε τις κλειστές αερομαχίες λόγω της μεγάλης ταχύτητας των τζετ, αποφασίσθηκε το μοντέλο αυτό να είναι εξοπλισμένο με ένα πανίσχυρο ραντάρ και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς - χαρακτηριστικά που θα του έδιναν τη δυνατότητα να καταρρίπτει στόχους από απόσταση χωρίς εμπλοκή σε αερομαχία. Παίρνοντας μια απόφαση που θα άλλαζε το ρου της αεροπορικής ιστορίας, οι σχεδιαστές αποφάσισαν να μην τοποθετήσουν πολυβόλο στο αεροσκάφος. Το πρωτότυπο πλέον πήρε την ονομασία F-4 Phantom. Άλλα ονόματα που προτάθηκαν ήταν Satan και Mithra, αλλά απορρίφθηκαν για ευνόητους λόγους.
Το 1959, έλαβε χώρα η πρώτη απογείωση του τύπου από αεροπλανοφόρο, ενώ την επόμενη χρονιά, το Ναυτικό άρχισε να εντάσσει το αεροσκάφος στη δύναμή του. Την ίδια εποχή, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα, καθώς το Phantom έμοιαζε ιδανικό, και το 1963 παραγγέλθηκαν τα πρώτα αεροσκάφη, περίπου ίδια με την έκδοση του Ναυτικού.
Το Phantom κλήθηκε να πολεμήσει αμέσως μετά την εισαγωγή του στην ενεργό υπηρεσία, καθώς το επεισόδιο του Κόλπου Τόνκιν άρχιζε τον πόλεμο του Βιετνάμ. Στην αρχή τα αεροσκάφη χρησιμοποιούνταν ως συνοδεία βομβαρδιστικών, και ένα χρόνο μετά την αρχή του πολέμου, στις 9 Απριλίου 1965, το Phantom σημείωσε την πρώτη του κατάρριψη, ένα Βορειοβιετναμέζικο MiG-17. Το Phantom έκανε μια ιδιαίτερα ηρωική αλλά και προβληματική εμφάνιση σε αυτόν τον πόλεμο. Οι κανόνες εμπλοκής της εποχής απαιτούσαν την οπτική αναγνώριση των αεροσκαφών πριν την κατάρριψη. Έτσι το Phantom, που δεν ήταν σχεδιασμένο με αυτόν τον σκοπό, ξαφνικά βρέθηκε να υστερεί σημαντικά, κυρίως σε ευελιξία και σε οπλισμό για κλειστή αερομαχία, έναντι των MiG-17 και MiG-21 του Βόρειου Βιετνάμ. Με τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς να παρουσιάζονται ιδιαίτερα αναξιόπιστοι και το αεροσκάφος ιδιαίτερα αργό για κλειστές αερομαχίες, δεκάδες Phantom καταστράφηκαν πάνω από τους ουρανούς του Βιετνάμ.
Αυτή η καταστροφή ανάγκασε το Ναυτικό και την Αεροπορία να εισάγουν ειδικές τακτικές και εκπαίδευση (TOPGUN), πράγμα που βελτίωσε κάπως την απόδοση των πιλότων. Επίσης, ελήφθη η απόφαση να προστεθεί και πολυβόλο στο αεροσκάφος για κλειστές αερομαχίες. Το αναβαθμισμένο αεροσκάφος ονομάστηκε Phantom II. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έδωσε το παρατσούκλι "Ο μεγαλύτερος διανομέας κομματιών MiG στον κόσμο" στο αεροσκάφος. Μετά τον πόλεμο, το αεροσκάφος αντικαταστάθηκε από το F-15 Eagle στον ρόλο της αερομαχίας και του δόθηκε ο ρόλος της καταστολής εχθρικής αεράμυνας (SEAD). Παράλληλα, άρχισαν οι εξαγωγές προς άλλες χώρες, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποιούν τον τύπο ακόμα και σήμερα. Τα τελευταία F-4 αποσύρθηκαν από την ενεργό υπηρεσία των ΗΠΑ το 1996.
Στο Ναυτικό, ο τύπος αντικαταστάθηκε το 1974 από το F-14 Tomcat και στην Αεροπορία από τα F-15 Eagle και F-16 Fighting Falcon.
Η βασική ιδέα στην κατασκευή του F-4 είναι η αντοχή. Έτσι είναι ιδιαίτερα μεγάλο και βαρύ, όπως επίσης και δυσκίνητο. Καθώς η στρατηγική της εποχής πρόσταζε αερομαχίες με πυραύλους, το αεροσκάφος φτιάχθηκε για ταχύτητα, πράγμα που αντικατοπτρίζεται από τους κινητήρες του με την θηριώδη ώση. Στην πραγματικότητα, αυτή η ισχύς τους είναι που βοήθησε το F-4 να επιβιώσει έναντι των πιο ευέλικτων σοβιετικών αεροσκαφών, επιτρέποντας του να επιταχύνει με ρυθμούς που οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν. Οι απότομες γωνίες και το γενικότερα ιδιόμορφο σχήμα του αεροσκάφους οφείλονται στην ανάγκη για ταχύτητα. Καθώς το αεροσκάφος έχει δύο πολύ μεγάλους κινητήρες στην ουρά του, κρίθηκε αναγκαίο να μετατοπιστούν τα πτερύγια της ουράς σε υπερυψωμένη θέση. Τα φτερά επίσης είναι σχεδιασμένα με τη φιλοσοφία "γλάρου" (θυμίζουν δηλαδή φτερά γλάρου), ώστε να μην διακόπτεται η ροή του αέρα προς τα πτερύγια της ουράς.
Το πανίσχυρο αλλά και αρκετά περίπλοκο ραντάρ δημιούργησε την ανάγκη τοποθέτησης δεύτερου πιλότου ειδικά για τον χειρισμό του. Έτσι όλα τα Phantom είναι διθέσια: διαθέτουν έναν πιλότο και ένα χειριστή οπλικών συστημάτων. Ταυτόχρονα, το μέγεθος του ραντάρ έκανε απαραίτητη την μεγάλη και μακριά μύτη. Το όλο βάρος του σκάφους σε συνδυασμό με την ανάγκη για προσγείωση σε αεροπλανοφόρα έχει ως αποτέλεσμα το σύστημα προσγείωσης να είναι ιδιαίτερα κοντό και ανθεκτικό, δημιουργώντας έτσι ένα ιπτάμενο τανκ. Μαρτυρίες πιλότων της εποχής αναφέρουν ότι είχανε δει Phantom να χτυπιούνται από αντιαεροπορικά, από πυραύλους, να πιάνουν φωτιά, αλλά ποτέ ένα Phantom να διαλύεται στον αέρα αμέσως.
Οι πιλότοι του αεροσκάφους το έβρισκαν σχετικά εύκολο στο χειρισμό, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις στον φάκελο πτήσης του, και χωρίς να χρειάζεται να φοβούνται απώλειες ενέργειας από τους κινητήρες. Παρ' όλα αυτά, το Phantom ήταν ένα αεροσκάφος που απαιτούσε προχωρημένη εκπαίδευση και συνεργασία μεταξύ του πληρώματος.
Ένα από τα μεγαλύτερα εγγενή προβλήματα που παρουσίαζαν τα Phantom ήταν η κακοφτιαγμένη παροχή καυσίμου, που αν και γενικά αξιόπιστη, έκανε τους κινητήρες του να αφήνουν πίσω τους ένα σύννεφο μαύρου καπνού, πράγμα που τα έκανε ιδιαίτερα ορατά και προβλέψιμα. Με τους νέους κινητήρες που απέκτησαν στην διάρκεια της θητείας τους, το πρόβλημα βελτιώθηκε αρκετά.
Τα F-4 ήταν το κύριο και πιο σύγχρονο μαχητικό του αμερικανικού Ναυτικού και Αεροπορίας από το 1960 μέχρι το 1975 περίπου. Έτσι η ιστορία του στην υπηρεσία των Αμερικανών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Σε αυτόν, το F-4 αρχικά βρέθηκε σε δυσχερή θέση, με τα αντίπαλα μαχητικά, μικρότερα και πιο ευέλικτα να το κατατροπώνουν. Αν και υποτιθέμενα κατά πολύ ανώτερο του ανταγωνισμού, η αναλογία καταρρίψεων βυθίστηκε σε 2:1 (2 Βορειοβιετναμέζικα αεροσκάφη για κάθε ένα αμερικάνικο). Τα πληρώματα των F-4 επανεκπαιδεύτηκαν καλύτερα και μέχρι το τέλος του πολέμου, το F-4 είχε καθιερωθεί, καταρρίπτοντας συνολικά 277 εχθρικά αεροσκάφη και φέρνοντας την σχετική αναλογία σε 10:1. Το F-4 έδωσε στην USAF και το USN τους τελευταίους άσους τους:
  • Στις 10 Μαΐου 1972 ο Ράντι Κάνινγχαμ (μετέπειτα πολιτικός) και ο Μπίλυ Ντρίσκολ του Ναυτικού έγιναν οι πρώτοι άσοι, πετυχαίνοντας την κατάρριψη του καλύτερου Βορειοβιετναμέζου πιλότου σε μια επική αερομαχία. Αργότερα καταρρίφθηκαν από αντιαεροπορικό πύραυλο, επιβίωσαν και επέστρεψαν στην βάση τους.
  • Στις 28 Αυγούστου 1972, ήταν σειρά του Ρίτσαρντ Ρίτσι της Αεροπορίας να γίνει άσος καταρρίπτοντας το 5ο του εχθρικό αεροσκάφος
  • Ακολούθησαν ο Τσαρλς ΝτεΜπελβού καταρρίπτοντας 6 αεροσκάφη και ο Τζέφρι Φένσταϊν.
Το αεροσκάφος υπηρέτησε στο Βιετνάμ κυρίως σε ρόλο αεροπορικής υπεροχής, και δευτερευόντως βομβαρδισμού.
Τα αμερικάνικα F-4 στην συνέχεια μετατράπηκαν σε Wild Weasel (Άγριες Νυφίτσες), και οπλισμένα με τους πυραύλους Shrike και HARM ανέλαβαν τον ρόλο της εξουδετέρωσης αεραμυνών (SEAD). Είδαν εκτεταμένη χρήση και στην Καταιγίδα της Ερήμου, που ήταν και η τελευταία τους μεγάλη αποστολή.
Ο τύπος χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα και στους Αραβο-Ισραηλινούς Πολέμους, αρχίζοντας από το 1970, και συμμετέχοντας στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1974) και στην επιχείρηση Ειρήνη στην Γαλιλάια (1982). Η απόδοσή τους καταγράφεται σε 114 καταρρίψεις έναντι 56 απωλειών, τις οποίες οι Ισραηλινοί αποδίδουν σε βλάβες ή αντιαεροπορικά πυρά.
Όσα ελληνικά F-4 είχαν παραληφθεί, ήταν σε επιφυλακή κατά τον Αττίλα Ι ώστε να πολεμήσουν έναντι των τουρκικών δυνάμεων, αλλά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: