Η ανάπτυξη των σιδηροδρομικών δικτύων και της ατμοπλοΐας στην Ευρώπη και την
Αμερική δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ευχέρεια για μαζική παραγωγή σιδήρου και
χάλυβα. Η εξόρυξη του μεταλλεύματος ήταν μια γνωστή από πολλούς αιώνες διαδικασία
και είχε τυποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Κατά το 19ο αιώνα μετατρεπόταν
το σιδηρομετάλλευμα μέσω μιας διεργασίας δύο βαθμίδων σε ενδιάμεσο προϊόν
για την τροφοδοσία χυτηρίων. Ο σίδηρος που παραγόταν κατά την πρώτη βαθμίδα
από την κάμινο τήξεως περιείχε μεγάλη ποσότητα άνθρακα, κυρίως από την καύσιμη
ύλη (γαιάνθρακας, κοκ) που απαιτείται για την τήξη του μεταλλεύματος. Το
παραγόμενο προϊόν (χυτοσίδηρος) είναι σκληρό αλλά εύθραυστο. Έτσι,
πρέπει να απομακρυνθεί ο άνθρακας ώστε να απομείνει καθαρός αλλά μαλακός
σίδηρος, πράγμα που επιτυγχανόταν με την καύση του άνθρακα με παροχή οξυγόνου
και ισχυρή θέρμανση. Στη συνέχεια, στη δεύτερη βαθμίδα επεξεργασίας, πρέπει
να προστεθεί συγκεκριμένη ποσότητα άνθρακα, ώστε να διαθέτει ο παραγόμενος
χυτοχάλυβας
την επιθυμητή σκληρότητα. Αυτή η διαδικασία ήταν πολύπλοκη και πολυδάπανη
και γι’ αυτό το κόστος των χαλύβδινων προϊόντων υψηλό. Το 1746 είχε αναπτύξει
ο Benjamin Huntsman (Χάντσμαν, 1704-1766) στο Sheffield μέθοδο παραγωγής
χυτοχάλυβα, στην οποία χρησιμοποιείτο ένα μίγμα σκόνης άνθρακα. Έτσι έγιναν
τα χαλυβουργεία του Sheffield πρωτοπόρα στην παραγωγή φθηνού χάλυβα υψηλής
μηχανικής αντοχής. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα διαδόθηκε όμως
αυτή η μέθοδος σε όλη την Ευρώπη και Αμερική, κυρίως μέσω βιομηχανικής κατασκοπείας,
κι έτσι όλοι οι κατασκευαστές ατμομηχανών, οχημάτων, σιδηροτροχιών και εργαλειομηχανών
είχαν στη διάθεσή τους χυτοχάλυβα υψηλής ποιότητας.
Στα μέσα του 19ου αιώνα καθιερώθηκαν οι πρώτοι τύποι χάλυβα και
οι μέθοδοι ελέγχου της αντοχής τους. Αυτές οι τυποποιήσεις προκάλεσαν και
σημαντικές αντιπαραθέσεις μεταξύ χαλυβουργών, κυρίως Γερμανών και Αμερικάνων, όπως
συμβαίνει κατά κανόνα με όλες τις τυποποιήσεις βιομηχανικών προϊόντων. Κύριο
πρόβλημα κατά την τυποποίηση του χάλυβα ήταν να αντιμετωπιστεί με χαμηλό
κόστος ο αυξανόμενος αριθμός αστοχιών του υλικού, όπως εκρήξεις λεβήτων,
θραύσεις αξόνων και σιδηροτροχιών κ.ά.
Οι Γερμανοί παραγωγοί επιθυμούσαν να προσδιορίζονται οι ποιότητες χάλυβα από την αντοχή σε εφελκυσμό και τίποτα επιπλέον. ‘Αλλα τυποποιητικά χαρακτηριστικά, όπως η περιεκτικότητα σε άνθρακα ή η καταλληλότητα για ηλεκτροσυγκολλήσεις απορρίπτονταν. Οι Αμερικάνοι, από την άλλη πλευρά ενδιαφέρονταν κυρίως να καθιερωθεί ο χαρακτηρισμός των τύπων του χάλυβα σύμφωνα με την περιεκτικότητα σε άνθρακα. |
|
Επίσης σημαντικό ρόλο στις μελέτες και τα πειράματα για την παραγωγή και επεξεργασία του χυτοχάλυβα έπαιζε η διαδικασία σκλήρυνσης (βαφή), η οποία γινόταν, άλλοτε με σταδιακή ψύξη στον αέρα, άλλοτε με εμβάπτιση σε νερό ή λάδι και άλλοτε με ενδιάμεσες θερμικές επεξεργασίες (χαλάρωση κ.ά.) Το έτος 1883 πειραματίστηκε ο Βρετανός μεταλλουργός Robert A. Hadfield (Χάτφιλντ, 1858-1940) με μεγάλες προσμίξεις μαγγανίου στο χυτοχάλυβα, μέχρι 12%. Όταν στη συνέχεια θέρμαινε το κράμα στους 1000 οC έπαυε αυτό να είναι εύθραυστο, αλλά με ψύξη σε ειδικό λουτρό βαφής, γινόταν ιδιαίτερα σκληρό. Έτσι κατάφερε ο Χάτφιλντ να κατασκευάσει με το κράμα του σιδηροδρομικές τροχιές, οι οποίες είχαν διάρκεια ζωής άνω των 20 ετών, ενώ οι μέχρι τότε χρησιμοποιούμενες δεν έφταναν τον ένα χρόνο. Με τον χάλυβα Hadfield άρχισε η εποχή των κραμάτων με διάφορες προσμίξεις και συνδυασμούς. Στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε σημαντικά η χαλυβουργία κατά την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου προς τη Δύση της χώρας (Far West). Επειδή δε δεν επαρκούσε η αμερικάνικη παραγωγή, κυρίως αυτή των μεγάλων χαλυβουργείων του Pittsburgh, γίνονταν εισαγωγές από την Ευρώπη, το έτος 1860 περί τους 20.000 τόνους. Ο εμφύλιος πόλεμος βορείων-νοτίων (1861-1865) και η επακόλουθη ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων γεφυρών, σιδηροδρομικών γραμμών κλπ. δημιούργησε νέα αύξηση στη ζήτηση χαλυβουργικών προϊόντων, οπότε η πολιτική ηγεσία κατέφυγε στη λύση της βελτίωσης της παραγωγής με εισαγωγή τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων. |
|
Την ίδια εποχή πειραματίζονταν οι Pierre και Emile Martin, πατέρας και γιος πάνω στην ευρεσιτεχνία των αδελφών Siemens και πέτυχαν να κατασκευάσουν υψικάμινο με ανθεκτικά τοιχώματα. Στην παγκόσμια έκθεση του Παρισιού το έτος 1867 παρουσιάστηκε χάλυβας άριστης ποιότητας που είχε παραχθεί με τη μέθοδο Siemens-Martin. Η μέθοδος αυτή διαθόθηκε σε όλο τον κόσμο και χρησιμοποιείτο για περισσότερα από 100 χρόνια, μέχρι τη δεκαετία του 1980, οπότε αντικαταστάθηκε με άλλες νεότερες και αποδοτικότερες. |
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013
Μεταλλουργία, Χάλυβας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου