Το ραντάρ (radar = RAdio Detection And Ranging ή επίσης Radio Angle Detection And Ranging)
αποτελεί μια ηλεκτρονική κατασκευή που εκπέμπει κατάλληλο
ηλεκτρομαγνητικό κύμα και στη συνέχεια παραλαμβάνει τυχόν ανακλάσεις του
σε μεταλλικές επιφάνειες. Έτσι είναι δυνατόν να συλλεγούν πληροφορίες
για είδος και πλήθος κινούμενων ή σταθερών μεταλλικών αντικειμένων. Αυτή
η κατασκευή υλοποιήθηκε σχεδόν παράλληλα στη Γερμανία, τη Βρετανία και
τη Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1930, με κύριο στόχο την
αντιμετώπιση αντιπάλων αεροπλάνων και πλοίων κατά το β' παγκόσμιο
πόλεμο.
Το έτος 1849 είχε μετρήσει ο Γάλλος Φυσικός Armand Fizeau (Φιζώ,
819-1896) την ταχύτητα του φωτός με την καταγραφή του χρόνου που
χρειάζεται μια φωτεινή δέσμη να ανακλαστεί σε εμπόδιο που βρίσκεται σε
δεδομένη απόσταση, και να επιστρέψει στον πομπό της. Από τη στιγμή που
είναι γνωστή η ταχύτητα του φωτός, μπορούμε να επαναλάβουμε το πείραμα
με στόχο τον προσδιορισμό της απόστασης, στην οποία βρίσκεται το
εμπόδιο. Όμως, το φως δεν προσφέρεται για τέτοιες εφαρμογές, γιατί
ανακόπτεται εύκολα από διάφορα εμπόδια και επίσης απορροφάται και
σκεδάζεται σε μεγάλο βαθμό από την υγρασία και τη σκόνη της ατμόσφαιρας.
Το έτος 1866 είχε διαπιστώσει πειραματικά ο Rudolf Hertz
ότι τα ραδιοκύματα αντανακλώνται σε μεταλλικά αντικείμενα. Στα τέλη της
δεκαετίας του 1870 επανέλαβε ο Ινδός Jagadish Chandra Bose (Μπόουζ,
1858-1937) τα πειράματα του Χερτς στην Καλκούτα, χρησιμοποιώντας
μικρότερα μήκη κύματος. Με τα αποτελέσματα από αυτά τα πειράματα
οδηγήθηκε ο Μπόουζ στην κατασκευή των πρώτων κυματοδηγών.
|
||
Στη δεκαετία του 1930 εξελίσσονται παράλληλα προσπάθειες για ανάπτυξη ραντάρ στο πλαίσιο των εξοπλισμών από τις κυριότερες αντίπαλες δυνάμεις και συγκεκριμένα τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ. Επειδή το ραντάρ είχε τότε σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτικό ενδιαφέρον, η ανάπτυξή του έγινε σε όλες τις χώρες με μεγάλη μυστικότητα, γι' αυτό και οι τεχνικοί που συμμετείχαν σε κάθε χώρα δεν είχαν δυνατότητα επικοινωνίας. Αυτός είναι και ο λόγος που τα συστήματα, τα οποία τελικά αναπτύχθηκαν, διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους. Το έτος 1934 πραγματοποιεί το γερμανικό ναυτικό (Dr. Rudolf Kuehnhold) πειράματα στον κόλπο του Κιέλου με μία συσκευή που εκπέμπει εκατοστομετρικά κύματα (decimeter). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συσκευή μπορούσε να εντοπίσει, εκτός από πλοία, και αεροπλάνα που πέταγαν πάνω από το λιμάνι. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η εμβέλεια εντοπισμού έφτασε τα 40 km. Η πρώτη στρατιωτική αξιοποίηση αυτού του ραντάρ έγινε στα τέλη του έτους 1939 (o β' παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει ήδη τον Σεπτέμβριο αυτού του έτους), όταν εντοπίστηκαν έγκαιρα και καταρρίφθηκαν βρετανικά αεροπλάνα που ετοιμάζονταν για έφοδο σε πολεμικά πλοία στο λιμάνι του Αμβούργου. Η εταιρία Telefunken εγκατέστησε το έτος 1939 μια σειρά ραντάρ με το κωδικό όνομα Wuerzburg για την υποστήριξη των αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών. Το «πιάτο» αυτών των ραντάς είχε διάμετρο 3 m, η εκπομπή γινόταν στα 565 MHz με 8 kW παλμική ισχύ και η εμβέλεια έφτανε τα 40 km. Αυτές οι συσκευές βελτιώθηκαν σταδιακά και μέχρι το τέλος του πολέμου είχαν κατασκευαστεί περίπου 4.000 κομμάτια. Μια ειδικότερη κατασκευή αυτού του ραντάρ είχε την ονομασία Wuerzburg-Riese (γίγας). Στη Βρετανία παρουσίασαν οι Robert Watson-Watt και Arnold Wilkins το έτος 1935 ένα σχέδιο για κατασκευή ραντάρ, το οποίο προέβλεπε εκομπές με μήκος κύματος 49 m. Αυτό το μήκος ήταν περίπου το διπλάσιο του ανοίγματος το πτερύγων των συνηθισμένων βομβαρδιστικών αεροπλάνων κι έτσι οι μεταλλικές επενδύσεις των αεροπλάνων αντανακλούσαν τα ραδιοκύματα ως δίπολα μισού μήκους κύματος. Μετά από διάφορες βελτιώσεις εγκαταστάθηκε το έτος 1937 κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Βρετανίας ένα δίκτυο 20 κεραιών που ονομάστηκε Chain Home. Η εκπομπή γινόταν με μήκη κύματος 10-13,5 m (22-30 MHz) με συχνότητα εκπομπής παλμών 25 Hz και ισχύ 200 kW. Η εμβέλεια αυτών των πομπών ήταν της τάξης των 200 km. Από το έτος 1939 βρισκόταν αυτό το δίκτυο ραντάρ σε 24ωρη λειτουργία. Η γερμανική κατασκοπεία πληροφορήθηκε για τη βρετανική εγκατάσταση εντοπισμού αεροπλάνων και έστειλε ένα αερόστατο Ζέπελιν για ανίχνευση πάνω από το κανάλι μεταξύ Βρετανίας και Ευρώπης για να καταγράψει σήματα και τεχνικά χαρακτηριστικά. Αυτή η κατασκοπευτική εξόρμηση έμεινε όμως χωρίς αποτέλεσμα, γιατί οι Γερμανοί τεχνικοί ανίχνευαν την περιοχή συχνοτήτων 200-600 MHz, ενώ οι Εγγλέζοι πραγματοποιούσαν εκπομπές στα 30 MHz. |
||
|
||
Το δίκτυο Chain Home είχε μια
ικανοποιητική για την εποχή εμβέλεια, δεν μπορούσε να εντοπίσει όμως
αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση. Γι' αυτό δημιουργήθηκε ένα δεύτερο δίκτυο,
Chain Home Low, με εμβέλεια 80 km και συχνότητα εκπομπής στα 200 MHz. Τα
δύο αυτά δίκτυα αποδείχθηκαν πολύ αξιόπιστα κατά τις επιθέσεις της
γερμανικής αεροπορίας στο Λονδίνο και άλλες μεγάλες βρετανικές πόλεις.
Το έτος 1940 κατασκευάστηκε στη Βρετανία συσκευή μάγνητρου
(magnetron) ικανή να παράγει κύματα 10 cm κι έτσι έγινε δυνατός ο
εφοδιασμός των αεροπλάνων με μικρά ραντάρ. Αυτό το ραντάρ έδειχνε στο
χειριστή τη διαμόρφωση του εδάφους, με αποτέλεσμα να είναι πολύ
ακριβέστερη η πλοήγηση των αεροπλάνων κοντά σε στόχους. Τα πρώτα
αεροπλάνα εφοδιασμένα με ραντάρ χρησιμοποιήθηκαν το έτος 1943.
Στις ΗΠΑ άρχισε το έτος 1937 η μελέτη των δυνατοτήτων κατασκευής ραντάρ για στρατιωτική χρήση. Σύντομα προσδιορίστηκαν οι ανάγκες και κατασκευάστηκαν 800 συσκευές με εμβέλεια 50 μιλίων, φορητές (SCR-270) και σταθερές (SCR-271) με ισχύ 100 kW. Όταν το έτος 1941 επιτέθηκαν τα γιαπωνέζικα αεροπλάνα και κατέστρεψαν τον αμερικάνικο στόλο στο Pearl Harbour, τα αμερικάνικα ραντάρ λειτουργούσαν και είχαν λάβει το σήμα προσεγγίσεως των εχθρικών αεροπλάνων, μόνο που, λέγεται, ότι το προσωπικό χειρισμού δεν διέθετε την κατάλληλη εκπαίδευση για να αντιληφθεί τη σημασία των σημάτων που ελάμβανε. Κατά μία άλλη εκδοχή, τα εχθρικά αεροπλάνα έγιναν αντιληπτά και δόθηκε αρμοδίως μήνυμα συναγερμού, αλλά τα ανώτερα κλιμάκια διοίκησης του στρατού δεν έλαβε σοβαρά υπόψη συτές τις πληροφορίες, ίσως επειδή δεν πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να οργανωθεί μία τέτοια επίθεση. Λόγω της τεχνολογικής υστέρησης σ' αυτόν τον τομέα, τα πρώτα αξιόλογα αμερικάνικα επίγεια ραντάρ τέθηκαν σε λειτουργία το έτος 1943, ενώ το έτος 1944 τοποθετήθηκαν τα πρώτα ραντάρ σε αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας. |
||
Μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στο θέμα των ραντάρ οι ΗΠΑ, όπως και στις υπόλοιπες ηλεκτρονικές εφαρμογές εξ άλλου και ανέπτυξαν ραντάρ, εκτός από αυτά που προορίζονταν αμιγώς για στρατιωτική χρήση, και άλλα εξειδικευμένα για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, για έλεγχο της οδικής κυκλοφορίας, για μετεωρολογικές παρατηρήσεις και προβλέψεις, για αστρονομικές μελέτες κ.ά. |
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013
Ραντάρ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου