Ηλεκτρονική είναι καταρχάς ένας υποτομέας της Ηλεκτροτεχνίας,
στον οποίο γίνεται μελέτη μη γραμμικών δικτυωμάτων, δηλαδή κυκλωμάτων
που περιέχουν, εκτός από αντιστάσεις, πυκνωτές και πηνία, επίσης μη
γραμμικά στοιχεία, όπως λυχνίες, τρανζίστορ, θυρίστορ κλπ. Στη διάρκεια
του 20ου αιώνα, ιδίως μετά την εφεύρεση και εκτεταμένη εφαρμογή
του τρανζίστορ, εξελίχθηκε η Ηλεκτρονική σε ένα αυτοτελή και πολύ
σημαντικό επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα, με τη βοήθεια του οποίου
προέκυψαν διάφορες απρόβλεπτες τεχνολογικές και οικονομικές ανατροπές. Η Ηλεκτρονική
υποδιαιρείται σε δύο τεχνολογικούς υποτομείς, την Αναλογική και
την Ψηφιακή Ηλεκτρονική.
Στον τομέα της Αναλογικής Τεχνικής, στον οποίο μεθοδεύεται η
επεξεργασία συνεχών σημάτων, αναπτύχθηκαν για αρκετές δεκαετίες
οι πρώτες σημαντικές εφαρμογές της Ηλεκτρονικής. Κεντρικό στοιχείο αυτού
του κύκλου εφαρμογών είναι ο ενισχυτής (αρχικά με λυχνίες, αργότερα
με τρανζίστορ), με τη βοήθεια του οποίου υλοποιούνται σημαντικές λειτουργίες
και δημιουργούνται νέα ηλεκτρονικά στοιχεία (ταλαντωτές, φίλτρα κλπ.)
Στον τομέα της Ψηφιακής Τεχνικής γίνεται επεξεργασία αυνεχών, διάκριτων σημάτων (διάκριτος: διακεκριμένος, εκλεκτός, διακριτός: αισθητός, αντιληπτός), τα οποία υποδηλώνουν αριθμούς ή λογικές τιμές. Τα σήματα αυτά, άλλοτε προέρχονται από ψηφιοποίηση με τη βοήθεια αναλογικών κυκλωμάτων και άλλοτε παρέχονται ως ψηφιακά σήματα στην έξοδο άλλων κυκλωμάτων και διατάξεων. Σ’ αυτό τον κύκλο εφαρμογών της Ηλεκτρονικής χρησιμοποιούνται τα βασικά στοιχεία, λυχνία ή τρανζίστορ, ως διακόπτες και όχι πλέον ως ενισχυτές σήματος. Κύριο πλεονέκτημα της ψηφιακής τεχνικής, σε σύγκριση με την αναλογική, είναι η απουσία διαταραχών (θορύβου) που οφείλεται στην επιπρόσθεση ξένων σημάτων, προκύπτουν όμως άλλα προβλήματα αλλοίωσης δεδομένων. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Δίοδη λυχνία | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το έτος 1904 επινόησε ο Εγγλέζος Ambrose J. Fleming (Φλέμινγκ, 1849-1945) τη λεγόμενη «Fleming Valve» (βαλβίδα), η οποία ήταν ουσιαστικά η πρώτη αξιοποιήσιμη δίοδη λυχνία. Ο όρος δίοδη σχετίζεται με τα 2 ηλεκτρόδια, λυχνία ονομάστηκε λόγω της ομοιότητας του γυάλινου περιβλήματος με αυτό της λυχνίας φωτισμού. Το έτος αυτό κατέθεσε ο Φλέμινγκ μια αίτηση για αναγνώριση ευρεσιτεχνίας με τίτλο «Improvements in Instruments for Detecting and Measuring Alternating Electric Currents» που αφορούσε έναν ανορθωτή κενού με δύο ηλεκτρόδια. Ο Φλέμινγκ αναζητούσε ένα κατάλληλο ανιχνευτή ραδιοκυμάτων και διαπίστωσε ότι γι’ αυτό το σκοπό προσφερόταν μια κατασκευή που στηριζόταν στο φαινόμενο Έντισον. Ο ίδιος ο Φλέμινγκ ονόμασε τη λυχνία του «Oscillation Valve» και σήμερα θεωρείται αυτή η εφεύρεση ως σημείο εκκινήσεως της εφαρμοσμένης Ηλεκτρονικής. Στην εξέλιξη της Ηλεκτρονικής κατά τις επόμενες δεκαετίες διαπιστώθηκε ότι η ανορθωτική διάταξη με αξιοποίηση του δοχείου ατμών υδραργύρου είναι κατάλληλη κυρίως για ενεργειακές εφαρμογές, ενώ η λυχνία κενού αξιοποιήθηκε κυρίως στις Τηλεπικοινωνίες. Με την πάροδο του χρόνου, η συσκευή του Κούπερ γινόταν όλο μεγαλύτερη, η λυχνία του Φλέμινγκ όλο μικρότερη. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τρίοδη και άλλες λυχνίες | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η τρίοδη λυχνία του ντε Φόρεστ αξιοποιήθηκε σε πολλές εφαρμογές ως ενισχυτής αλλά κυρίως για σήματα ήχου (audio), αλλά και ως ηλεκτρονικός διακόπτης. Με αυτή την ιδιότητα του διακόπτη χρησιμοποιήθηκε αργότερα η τρίοδη λυχνία στην κατασκευή των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το έτος 1914 ανακοίνωσε ο ντε Φόρεστ την κατασκευή ενός κυκλώματος και ενός δέκτη υψίσυχνων σημάτων με «αναγέννηση», «ανασύσταση» του σήματος, το οποίο ονομάστηκε regenerative circuit και regenerative receiver, εφευρέσεις που προκάλεσαν δικαστικές αντιδικίες με άλλους εφευρέτες, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι δίκες κράτησαν σχεδόν 20 χρόνια και έφτασαν μέχρι το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, όπου ο ντε Φόρεστ βγήκε μεν νικητής, όσοι έζησαν όμως τα γεγονότα ήταν βέβαιοι ότι η αρχική ιδέα γι’ αυτές τις κατασκευές ανήκε στον τεχνικό Edwin Armstrong. Η εξέλιξη στον τομέα των λυχνιών ήταν συστηματική, αφού άρχισαν όλοι οι ερευνητές και οι μεγάλες εταιρίες να μελετούν τη συμπεριφορά λυχνιών με περισσότερα ηλεκτρόδια και ειδικές κατασκευαστικές διαμορφώσεις, ώστε να πετύχουν τα κατά περίπτωση επιθυμητά αποτελέσματα. Το 1919 παρουσίασε ο Γερμανός Walter Schottky (Σότκυ, 1886-1976) την τετράοδη λυχνία (tetrode), η οποία έχει αρνητική αντίσταση και αξιοποιήθηκε ως ενεργό στοιχείο σε ταλαντωτές, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και σε τελικούς ενισχυτές και το 1926 ο Ολλανδός Bernhard D.H. Tellegen (Τελεγκέν) την πέντοδη λυχνία (pentode), η οποία χρησιμοποιήθηκε για μεγάλες ενισχύσεις σήματος με μέτρια ισχύ, υψηλής και χαμηλής συχνότητας. Οι κυριότερες εφαρμογές των πέντοδων λυχνιών ήταν σε τελικές βαθμίδες ενισχυτών. Εκτιμάται ότι οι μισές περίπου από τις λυχνίες που κατασκευάστηκαν και διατέθηκαν στην παγκόσμια αγορά ήταν πέντοδοι. Οι επόμενες με περισσότερα ηλεκτρόδια ονομάζονται λυχνίες μείξης σημάτων, εξ αυτών δε η εξάοδος (hexode) συνδυάζει τη λειτουργία μιας τρίοδης και μιας τετράοδης λυχνίας και παρουσιάζει ανοδικό ρεύμα ως αποτέλεσμα του γινομένου των τάσεων στα δύο πλέγματα. Η επτάοδος λυχνία (septode) εποτελεί βελτιωμένη έκδοση της εξάοδης με ένα επιπλέον πλέγμα αναχαίτισης δευτερευόντων ηλεκτρονίων. Η οκτάοδος (oktode) περιλαμβάνει και τη λειτουργία ταλαντωτή, ενώ η εννιάοδη λυχνία (nonode) πραγματοποιεί την αποδιαμόρφωση συχνότητας και την ενίσχυση του σήματος χαμηλής συχνότητας. Ήδη το έτος 1916 πραγματοποίησε ο ντε Φόρεστ εκπομπές μουσικής με άριες του Enrico Caruso και διαφημίσεις των τεχνικών κατασκευών του, αλλά το τεχνολογικό αυτό γεγονός έμεινε μάλλον άγνωστο, γιατί δεν ήταν διαθέσιμοι ραδιοφωνικοί δέκτες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 κατηγορήθηκε πάλι ο ντε Φόρεστ ότι «έκλεψε» μια ιδέα του τέως συμφοιτητή και φίλου του Theodore Willard Case για την εισαγωγή ήχου στις ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Ο ντε Φόρεστ ισχυριζόταν ότι το «Phonofilm» που είχε εφεύρει ήταν εξέλιξη ιδεών κάποιων τεχνικών από τη Γερμανία, με αξιοποίηση του φαινομένου Kerr, και όχι του τέως συμφοιτητή του. Η ιδέα του Phonofilm ήταν να αποτυπώνονται σε μία ζώνη, δίπλα στα καρέ της ταινίας οπτικά ίχνη, τα οποία αποτελούν αποτυπώματα των ηλεκτρικών σημάτων του ήχου. Κατά την προβολή της ταινίας γίνεται σύγχρονη μετατροπή αυτών των αποτυπωμάτων σε ηλεκτρικά σήματα και στη συνέχεια σε ήχο. Ο ντε Φόρεστ επισκέφτηκε τότε όλα τα κινηματογραφικά στούντιο του Χόλυγουντ για να παρουσιάσει την εφεύρεσή του, αλλά συνάντησε αδιαφορία. Μάλιστα, ο H.M.Warner, της εταιρίας Warner Brothers απογοήτευσε το έτος 1927 τον επισκέπτη, λέγοντάς του: «Ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται να ακούει τους ηθοποιούς να μιλάνε;» Αργότερα επέλεξαν οι εκπρόσωποι των κινηματογραφικών εταιριών ένα άλλο σύστημα ομιλίας στις ταινίες, αλλά λίγο μετά κατέληξαν πράγματι στο Phonofilm του ντε Φόρεστ, το οποίο χρησιμοποιείται, βελτιωμένο, μέχρι σήμερα. Το έτος 1959/1960 απονεμήθηκε μάλιστα στον εφευρέτη του ένα Όσκαρ, στα πλαίσια της γνωστής απονομής βραβείων για ταινίες, για την πρωτοποριακή εφεύρεσή του σύγχρονου ήχου σε κινηματογραφική ταινία. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ραδιόφωνο | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η επικοινωνία με ραδιοκύματα
γινόταν με σήματα Μορς, όπως σε ένα τηλέγραφο. Το έτος 1906 επινόησε ο
καναδο-αμερικανός Reginald A. Fessenden (Φέσεντεν, 1866-1932) τη διαμόρφωση
πλάτους (amplitude modulation, AM) του ραδιοσήματος. Το πλάτος του υψίσυχνου
φέροντος σήματος μεταβάλλεται στο ρυθμό του σήματος που δημιουργεί ο ήχος και το
συνολικό υψίσυχνο σήμα μεταδίδεται μέσω ασύρματου τηλεγράφου. Στο δέκτη αφαιρείται
το φέρον σήμα και μένει μόνο το σήμα ήχου. Στα τέλη Δεκεμβρίο του 1906
έγινε η πρώτη εκπομπή τέτοιου είδους (ένα μουσικό κομμάτι) από τη Μασαχουσέτη
των ΗΠΑ, η οποία έγινε αντιληπτή στους ασύρματους δέκτες που ήταν σε λειτουργία.
Σημειώνουμε εδώ ότι ο όρος ράδιο- που χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό
σε διάφορες λέξεις από αυτό τον κύκλο τεχνικών εφαρμογών, προέρχεται από
τη λατινική λέξη radius (ακτίνα) και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση
με το στοιχείο ράδιο ή τη ραδιενέργεια.
Ο χειρισμός του ασυρμάτου ήταν για πολλά χρόνια πολύπλοκος και,
ουσιαστικά, μόνο ραδιομηχανικοί ήταν σε θέση να τον λειτουργήσουν. Στα
χρόνια 1916-19 επινόησε ο Αμερικάνος μηχανικός Edwin H. Armstrong
(Αρμστρονγκ, 1890-1954), όταν υπηρετούσε ως αξιωματικός του αμερικάνικου
στρατού στο Παρίσι, μια βελτίωση του υπερετερόδυνου κυκλώματος του Φάσεντεν και κατασκεύασε τον υπερετερόδυνο δέκτη (δέκτης υπερθέσεως),
ο οποίος στηριζόταν στην ανάμειξη του υψίσυχνου σήματος με μια
ενδιάμεση συχνότητα, πριν από την αποδιαμόρφωση και με τη βοήθεια του
οποίου γινόταν σαφής διαχωρισμός στη λήψη εκπομπών με γειτονικές
συχνότητες. Με αυτή τη βελτίωση έγινε δυνατή η κατασκευή ραδιοφωνικών
δεκτών με αποδεκτή ποιότητα και ευκολία στο χειρισμό τους και
δημιουργήθηκαν οι προύποθέσεις για τη διάδοση του ραδιοφώνου.
Η αρχή του υπερετερόδυνου δέκτη χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στους
ραδιοφωνικούς δέκτες, στα κινητά τηλέφωνα, στις δορυφορικές επικοινωνίες
και αλλού.
Το έτος 1915 υπέβαλε ο πρώην τηλεγραφητής David Sarnoff (Σάρνοφ, 1891-1971) στην εταιρία Marconi Wireless Telegraphy Company of America ένα υπόμνημα, στο οποίο περιέγραφε μια νέα οικιακή συσκευή: «Έχω στο μυαλό μου ένα σχέδιο ανάπτυξης, με το οποίο μπορεί να γίνει το ραδιόφωνο μια οικιακή συσκευή, όπως το πιάνο... Η ιδέα είναι να φέρουμε τη μουσική μέσα στο σπίτι χωρίς καλώδια. Ο δέκτης μπορεί να σχεδιαστεί με τη μορφή ενός μουσικού κουτιού και να ρυθμιστεί για μερικά διαφορετικά μήκη κύματος, τα οποία θα επιλέγονταιμε τη χρήση ενός απλού διακόπτη ή ενός απλού κουμπιού... Αν μόνο ένα εκατομμύριο οικογένειες βρουν αυτή την ιδέα ενδιαφέρουσα, αυτό θα αποφέρει σ' εμάς σημαντικά έσοδα». Το υπόμνημα του Σάρνοφ δεν θεωρήθηκε σοβαρό, αλλά μετά από 7-8 χρόνια η εταιρία που ίδρυσε ο ίδιος, RCA (=Radio Corporation of America)έγινε μία από τις σημαντικότερες βιομηχανίες στον τομέα της ψυχαγωγίας και πληροφόρησης. Βέβαια, αρχικά βρήκε ο Σάρνοφ πολλές δυσκολίες και ακόμα το έτος 1922 αμφέβαλε αν θα υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που θα ενδιαφέρονται να ακούν μουσική με ασύρματη μετάδοση: «Το κουτί που παίζει ασύρματα μουσική, δεν φαίνεται να έχει εμπορική αξία. Ποιος θα πλήρωνε για μηνύματα που στέλνονται στον αέρα χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη;» Αυτό άλλαξε όμως με κατάλληλη προβολή του μέσου και των πλεονεκτημάτων αυτής της τεχνολογίας. Ως προς την πατρότητα του υπερετερόδυνου δέκτη υπάρχουν μέχρι σήμερα σημαντικές αμφιβολίες, κυρίως επειδή η έρευνα για βελτίωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών συμπίπτει με τον α' παγκόσμιο πόλεμο, οπότε όλες οι πλευρές αναζητούσαν λύσεις στα υπάρχοντα τεχνικά προβλήματα επικοινωνιών. Στη Γαλλία παρουσίασε ο Lucien Levy (Λεβύ) το έτος 1917 επίσης ένα υπερετερόδυνο δέκτη και στη Γερμανία ο Walter Schottky (Σότκυ, 1886-1976) το έτος 1918 έναν ακόμα. Είναι πιθανόν να υπήρχε επαφή και συνεργασία ή και αντιγραφή μεταξύ των 'Αρμστρονγκ και Λεβύ, αλλά ο Σότκυ σίγουρα δεν είχε, λόγω των πολεμικών περιστάσεων, συνεργασία μαζί τους και πιθανότατα να ξεκίνησε κι αυτός από το κύκλωμα του Φάσεντεν. Γεγονός είναι ότι ο 'Αρμστρονγκ βρέθηκε συχνά σε δικαστικές αντιδικίες για τη διεκδίκηση αυτής και άλλων επινοήσεών του. Ο Λεβύ πούλησε την ευρεσιτεχνία του στην εταιρία AT&T και ο 'Αρμστρονγκ στην RCA. Η κατάσταση στον τομέα της Ηλεκτρονικής ήταν τέτοια ώστε, αν και ήταν γνωστοί οι κάτοχοι των δικαιωμάτων γι' αυτόν τον τύπο δέκτη, στην αγορά ραδιοφώνων υπήρχαν περί τους 25 κατασκευαστές και προμηθευτές συσκευών, οι περισσότεροι χωρίς να έχουν αποκτήσει σχετικά δικαιώματα. Το ραδιόφωνο διαμόρφωσε τον πολιτισμό μιας ολόκληρης εποχής και την παιδεία αρκετών γενεών στην Ευρώπη, την Αμερική και αλλού. Πέρα από τη συχνή και, όσο το επέτρεπαν οι πολιτικές συνθήκες, έγκυρη ενημέρωση, συνέβαλε το ραδιόφωνο αποφασιστικά στη σταδιακή αποδέσμευση των ανθρώπων από τις οπισθοδρομικές παραδόσεις και στην κάλυψη των πολλαπλών κενών που άφηνε το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Πηγή ενημέρωσης έπαψαν πλέον να είναι, ιδίως στις μικρές κοινωνίες και στην ύπαιθρο, οι «αυθεντίες» (δάσκαλος, παπάς, αστυφύλακας) και τα τοπικά έντυπα, ενώ πολλοί άνθρωποι, χωρίς πολιτισμική παιδεία, ενημερώθηκαν για πρώτη φορά, μέσω των ραδιοφωνικών εκπομπών, για κανόνες υγιεινής και σωστής διατροφής, με υποδείξεις για ορθή κοινωνική συμπεριφορά και ανατροφή παιδιών, με προβολή θεμάτων μουσικής και θεατρικής παιδείας κ.ά. Κάθε ακροατής είχε την εντύπωση ότι ο εκφωνητής απευθυνόταν σ' αυτόν προσωπικά κι έτσι καθιερώθηκε η τάση, όπως και παλαιότερα με τις εφημερίδες, να απαντάει ο ακροατής με γράμματα και, όπου μπορούσε, με τηλεφωνήματα στους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το ρόλο αυτό του ραδιοφώνου παρέλαβε και συνέχισε, ουσιαστικά μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο, η τηλεόραση, εισάγοντας και την οπτική διάσταση στα μηνύματα. Η επικοινωνία των ακροατών ή θεατών με τους σταθμούς εκπομπής αποτελεί τα πρώτα βήματα διαδραστικότητας και αμοιβαίας αποστολής μηνυμάτων, η οποία πήρε μαζική μορφή, από τα τέλη του 20ου αιώνα, με την εισαγωγή των υπολογιστών και του Internet.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013
Ηλεκτρονική
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου